- παρατόξευσις
- παρατόξευσιςa casting side-glancesfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατόξευσις — ἡ, ΜΑ μσν. τόξευση βέλους μακριά από τον στόχο, αστοχία στην τόξευση αρχ. 1. εκτόξευση προς τα πλάγια 2. μτφ. ρίψη λοξών, πλάγιων βλεμμάτων, πονηρό λοξοκοίταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τοξεύω] … Dictionary of Greek